- κρεατόπιτα
- ηπίτα από φύλλα ζυμαριού και κιμά κρέατος.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
κρεατόπιτα — η πίτα με μικρά κομμάτια κρέατος, ρύζι και μυρωδικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < κρεατο (βλ. κρε[ο] ) + πίτα] … Dictionary of Greek
κρε(ο)- — και κρεατ(ο) (AM κρε[ο] και κρεω , Α και κρεα και κρεη και κρειο ) α συνθετικό λέξεων τής Ελληνικής που ανάγεται στη λ. κρέας και έχει την έννοια ότι αυτό που δηλώνεται από το β συνθετικό είτε αναφέρεται στο κρέας (κρεωνομώ, κρεωβορία) είτε… … Dictionary of Greek
Αργεντινή — Κράτος της Νότιας Αμερικής.Συνορεύει ΒΑ με την Ουρουγουάη και τη Βραζιλία, Β με την Παραγουάη, ΒΔ με τη Βολιβία, Δ και ΝΔ με τη Χιλή, ενώ μια χιλιανή στενή λωρίδα γης τη χωρίζει από το έδαφος της Γης του Πυρός. Ανατολικά βρέχεται από τον… … Dictionary of Greek
πίτα — η 1. άζυμο ψωμί, αλλιώς λαγάνα. 2. είδος ζυμαρικού από φύλλα ζύμης κι άλλα υλικά (τυρί, κρέας, σπανάκι κτλ.), τυρόπιτα, κρεατόπιτα, σπανακόπιτα κ.ά.: Από πίτα που δεν τρως τι σε μέλει κι αν καεί; (παροιμ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)